καταλαβεῖς

καταλαβεῖς
καταλαβεύς
holder
masc acc pl
καταλαβεύς
holder
masc nom/voc pl (parad-form)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ήξω — (AM ἥξω) (μέλλ. τού ήκω) φρ. «ἡξεις αφήξεις» λέγεται για διφορούμενα και ασαφή πράγματα (α. «πού να τόν καταλάβεις, όλο ήξεις αφήξεις τά λέει» β. «ἥξεις ἀφήξεις οὐ θνήξεις ἐν πολέμῳ» χρησμός με τον οποίο η Πυθία προφήτευε τον θάνατο ή τη διάσωση… …   Dictionary of Greek

  • νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …   Dictionary of Greek

  • βαθαίνω — και βαθύνω υνα 1. κάνω κάτι βαθύτερο: Χρειάζεται να βαθαίνεις κι άλλο το λάκκο. 2. γίνομαι βαθύτερος: Η θάλασσα εδώ βαθαίνει απότομα. 3. εισδύω βαθύτερα, εμβαθύνω: Πρέπει να βαθαίνεις τη σκέψη σου για να καταλάβεις το βιβλίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βατταρίζω — ισα 1. τραυλίζω, μιλώ με κακή άρθρωση: Δεν μπορείς να τον καταλάβεις όταν μιλάει γιατί βατταρίζει. 2. μτφ., μωρολογώ, μιλάω σαν μωρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιολί — το 1. έγχορδο μουσικό όργανο: Μάθαινε βιολί από μικρός. 2. ο βιολιστής: Είναι το πρώτο βιολί της ορχήστρας. 3. μτφ., εμμονή ή επανάληψη ενοχλητικών λόγων και πράξεων: Προσπαθώ τόσο πολύ να σου δώσω να καταλάβεις, αλλά εσύ το βιολί σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλακώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, επίρρ. βλακωδώς αυτός που ταιριάζει σε βλάκα: Φαίνεται έξυπνος, αλλά αν τον ακούσεις να μιλάει θα καταλάβεις ότι ο λόγος του είναι βλακώδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραθέτω — παρέθεσα, παρατέθηκα, παραθεμένος 1. βάζω κάτι κοντά σε άλλο: Όταν ο συγγραφέας παραθέτει στο βιβλίο του και τις πηγές πληροφοριών του, τότε γίνεται περισσότερο πιστευτός. 2. αραδιάζω, προβάλλω, αναφέρω: Ο ομιλητής για κάθε άποψή του παρέθεσε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφίγγα — η 1. (μυθ.), τέρας με σώμα λιονταριού και κεφάλι γυναίκας. 2. μτφ., άνθρωπος αινιγματικός που δεν μπορείς να καταλάβεις τις σκέψεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”